- ὑπολείπονται
- ὑπολείπωleave remainingpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυαδική αρίθμηση — Σύστημα αρίθμησης θέσης με βάση τον αριθμό 2. Έτσι, ενώ στη δεκαδική αρίθμηση οι μονάδες διαφόρων τάξεων είναι: 1, 10, 102, 103,…, στη δ.α. είναι: 1, 2, 22, 23,… Η γραφή ενός φυσικού αριθμού με τη δ.α. απαιτεί μόνο δύο σύμβολα, ένα για το μηδέν… … Dictionary of Greek
έλλειμμα — το (AM ἔλλειμμα) αυτό που λείπει από κάτι και το οποίο έπρεπε ή προβλεπόταν να υπάρχει νεοελλ. φρ. 1. «έλλειμμα ταμείου» το ποσό κατά το οποίο τα μετρητά υπολείπονται τού λογιστικού υπολοίπου 2. «έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου» το ποσό κατά το… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
επιπωματικός — ή, ό (Α ἐπιπωματικός, ή, όν) ο κατάλληλος ή χρήσιμος για επιπωμάτιση, κάλυψη, έμφραξη νεοελλ. ανατ. «επιπωματικοί υμένες» δύο ινώδεις υμένες που αποφράσσουν τα κενά που υπολείπονται ανάμεσα στον επιστροφέα* και στο ινιακό οστό … Dictionary of Greek
ιδιωτεία — Μεγάλου βαθμού νοητική καθυστέρηση (δείκτης νοημοσύνης έως 20). Η διαφοροδιάγνωσή της από την αμέσως προηγούμενη σε σοβαρότητα ηλιθιότητα είναι δύσκολη. Προκαλείται από διάφορες αιτίες –κληρονομικές ή συγγενείς– ή είναι το αποτέλεσμα των παθήσεων … Dictionary of Greek
κοντόμερος — η, ο αυτός που τού υπολείπονται λίγες μέρες ζωής («τού άλλου κοντόμερη η γυναίκα, στο σπίτι λειώνει από χτικιό», Βάρν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + μέρος (< μέρα)] … Dictionary of Greek
κοντόχρονος — η, ο 1. αυτός που τού υπολείπονται λίγες μέρες ζωής, κοντόμερος 2. αυτός που θα γίνει, που θα συντελεστεί σε λίγο χρόνο. Επιρρ. κοντόχρονα σε σύντομο χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + χρονος (< χρόνος), πρβλ. ισό χρονος, πολύ χρονος] … Dictionary of Greek
υπολείπω — ὑπολείπω ΝΜΑ [λείπω] 1. αφήνω κάτι ως υπόλειμμα, αφήνω υπόλειμμα 2. (το μεσ.) υπολείπομαι α) μένω ως υπόλοιπο, ως περίσσευμα, απομένω (α. «υπολείπονται δύο δόσεις ακόμη» β. «πέμπτον δ ὑπελείπετ ἄεθλον», Ομ. Ιλ.) β) (μτφ. με γεν.) μένω πίσω,… … Dictionary of Greek
υπολείπομαι — υπολείφτηκα 1. μένω ως υπόλοιπο, απομένω: Υπολείπονται τρεις ημέρες ως την πρωτοχρονιά. 2. μτφ., μένω πίσω, είμαι κατώτερος, υστερώ, μειονεκτώ: Υπολείπεται πολύ στην ομορφιά από τη φίλη της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)